Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τεχνουργήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεχνουργώ
  2. θα τεχνουργήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεχνουργώ