τεχνουργήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατεχνουργήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεχνουργώ
- θα τεχνουργήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεχνουργώ