Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τεχνουργήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τεχνουργώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεχνουργώ
  3. θα τεχνουργήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεχνουργώ