τετραγωνίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατετραγωνίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τετραγωνίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τετραγωνίζω
- θα τετραγωνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τετραγωνίζω