τεπελέτισμα
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεπελέτισμα < τεπές (θολωτή κορυφή καπέλου που σκεπάζει το πάνω μέρος του κεφαλιού) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεπελέτισμα ουδέτερο
- αποκεφαλισμός
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
- Μπρὲ οὐδὲ τιποτένιε, ἐγίνης καὶ νθρωπος καὶ φιλοῦν καὶ τὸ χέριν σου; Ἐσὺ εἶσαι διὰ τεπελέτισμα καὶ πομπή. Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ μᾶς ἔκαμες; Ἐλᾶτε || νὰ τὸν τεπελιτίσωμε». Καὶ ἄλλος μὲ ἐφτοῦσεν, ἄλλος ἔλεγεν ὅτι «θαρρεῖς νὰ σὲ ἀφήσωμε ζωντανόν;».
- Paolo Odorico (επιμ.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Παρίσι 1996.
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)