Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τεντωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεντώνομαι
  2. θα τεντωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεντώνομαι