τεμπελιάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τεμπελιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεμπελιάζω
- θα τεμπελιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεμπελιάζω
τεμπελιάσεις