τελματόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελματόομαι < αρχαία ελληνική τέλμα, τελματ- + -όομαι / -οῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίατελματόομαι / τελματοῦμαι
Πηγές
επεξεργασία- τελματόομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.