Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελματόομαι < αρχαία ελληνική τέλμα, τελματ- + -όομαι / -οῦμαι

  Ρήμα επεξεργασία

τελματόομαι / τελματοῦμαι

  Πηγές επεξεργασία