Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελεσιδίκως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τελεσιδίκως (μαρτυρείται από το 1863).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε τελεσίδικ(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

τελεσιδίκως

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 985, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία

  • τελεσίδικας (τελεσίδικα, τελεσιδίκως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)