Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεκνοποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τεκνοποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τεκνοποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τεκνοποιώ