τεκμηριώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τεκμηριώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεκμηριώνω
- θα τεκμηριώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεκμηριώνω