Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ταχυδρόμησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ταχυδρομώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ταχυδρομώ