ταυτοφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτοφωνώ < ταυτόφωνος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαταυτοφωνώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταυτοφωνώ | ταυτοφωνούσα | θα ταυτοφωνώ | να ταυτοφωνώ | ταυτοφωνώντας | |
β' ενικ. | ταυτοφωνείς | ταυτοφωνούσες | θα ταυτοφωνείς | να ταυτοφωνείς | (ταυτοφώνει) | |
γ' ενικ. | ταυτοφωνεί | ταυτοφωνούσε | θα ταυτοφωνεί | να ταυτοφωνεί | ||
α' πληθ. | ταυτοφωνούμε | ταυτοφωνούσαμε | θα ταυτοφωνούμε | να ταυτοφωνούμε | ||
β' πληθ. | ταυτοφωνείτε | ταυτοφωνούσατε | θα ταυτοφωνείτε | να ταυτοφωνείτε | ταυτοφωνείτε | |
γ' πληθ. | ταυτοφωνούν(ε) | ταυτοφωνούσαν(ε) | θα ταυτοφωνούν(ε) | να ταυτοφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταυτοφώνησα | θα ταυτοφωνήσω | να ταυτοφωνήσω | ταυτοφωνήσει | ||
β' ενικ. | ταυτοφώνησες | θα ταυτοφωνήσεις | να ταυτοφωνήσεις | ταυτοφώνησε | ||
γ' ενικ. | ταυτοφώνησε | θα ταυτοφωνήσει | να ταυτοφωνήσει | |||
α' πληθ. | ταυτοφωνήσαμε | θα ταυτοφωνήσουμε | να ταυτοφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | ταυτοφωνήσατε | θα ταυτοφωνήσετε | να ταυτοφωνήσετε | ταυτοφωνήστε | ||
γ' πληθ. | ταυτοφώνησαν ταυτοφωνήσαν(ε) |
θα ταυτοφωνήσουν(ε) | να ταυτοφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταυτοφωνήσει | είχα ταυτοφωνήσει | θα έχω ταυτοφωνήσει | να έχω ταυτοφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταυτοφωνήσει | είχες ταυτοφωνήσει | θα έχεις ταυτοφωνήσει | να έχεις ταυτοφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταυτοφωνήσει | είχε ταυτοφωνήσει | θα έχει ταυτοφωνήσει | να έχει ταυτοφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταυτοφωνήσει | είχαμε ταυτοφωνήσει | θα έχουμε ταυτοφωνήσει | να έχουμε ταυτοφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταυτοφωνήσει | είχατε ταυτοφωνήσει | θα έχετε ταυτοφωνήσει | να έχετε ταυτοφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταυτοφωνήσει | είχαν ταυτοφωνήσει | θα έχουν ταυτοφωνήσει | να έχουν ταυτοφωνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταυτοφωνώ
|