Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταυτογνωμονώ < ταυτο- + γνωμον- (< γνώμη)

  Ρήμα επεξεργασία

ταυτογνωμονώ

  1. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ
    νομολογία και θεωρία ταυτογνωμονούν ότι αναγκαστική εκτέλεση επιτρεπτώς επισπεύδεται σε βάρος ομόρρυθμου μέλους για χρέη της ομόρρυθμης εταιρίας (περιοδικό Δίκη, Ιουλ.-Σεπτ. 2007)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία