ταρακουνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαταρακουνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταρακουνώ
- θα ταρακουνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταρακουνώ
ταρακουνήσεις