Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ταξιδέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταξιδεύω
  2. θα ταξιδέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταξιδεύω