Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τέρψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τέρπω
  2. θα τέρψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τέρπω