Ετυμολογία

επεξεργασία
τέκμωρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέκμωρ

  • (επικός τύπος) → δείτε τη λέξη τέκμαρ
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 525
    εἰ δ’ ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι ὄφρα πεποίθῃς·
    τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν γε μετ’ ἀθανάτοισι μέγιστον
    τέκμωρ· οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ’ ἀπατηλὸν
    οὐδ’ ἀτελεύτητον ὅ τί κεν κεφαλῇ κατανεύσω
    καὶ ἰδοὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῆς τὴν κεφαλὴν θὰ σκύψω·
    σημάδι τοῦτο ἀλάθευτο στοὺς ἀθανάτους ἔχω·
    τί ὅ,τι μὲ τῆς κεφαλῆς τὸ σκύψιμο κηρύξω
    δὲν ἀπατᾶ, δὲν παίρνεται ὀπίσω καὶ θὰ γίνη
    (Μετάφραση, Ιάκωβος Πολυλάς, Ιλιάδα Α΄ 525)