τέκμωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέκμωρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέκμωρ
- (επικός τύπος) → δείτε τη λέξη τέκμαρ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 525
- εἰ δ’ ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι ὄφρα πεποίθῃς·
- τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν γε μετ’ ἀθανάτοισι μέγιστον
- τέκμωρ· οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ’ ἀπατηλὸν
- οὐδ’ ἀτελεύτητον ὅ τί κεν κεφαλῇ κατανεύσω
- καὶ ἰδοὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῆς τὴν κεφαλὴν θὰ σκύψω·
- σημάδι τοῦτο ἀλάθευτο στοὺς ἀθανάτους ἔχω·
- τί ὅ,τι μὲ τῆς κεφαλῆς τὸ σκύψιμο κηρύξω
- δὲν ἀπατᾶ, δὲν παίρνεται ὀπίσω καὶ θὰ γίνη
- (Μετάφραση, Ιάκωβος Πολυλάς, Ιλιάδα Α΄ 525)
Πηγές
επεξεργασία- τέκμωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέκμωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.