τάγκιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τάγκιν < αγγλική tank
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάγκιν ουδέτερο άκλιτο
- (κυπριακά) δεξαμενή υγρού
- το τάγκιν της πεζίνας (ρεζερβουάρ καυσίμου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τάγκιν
|
τάγκιν ουδέτερο άκλιτο
|