σώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σώζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σώζω
- θα σώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σώζω
σώσει