Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχεδιαστήριον (μαρτυρείται από το 1892) [1] < → και δείτε τη λέξη σχεδιαστήριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχεδιαστήριον, -ίου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 973, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου