σφυροκοπήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σφυροκοπήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σφυροκοπώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφυροκοπώ
- θα σφυροκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφυροκοπώ