Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυγμόμετρον (μαρτυρείται από το 1896) [1] < → και δείτε τη λέξη σφυγμόμετρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυγμόμετρον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 972, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου