Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σφυγμομετρήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφυγμομετρώ
  2. θα σφυγμομετρήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφυγμομετρώ