Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σφάξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφάζω
  2. θα σφάξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφάζω