σφάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σφάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σφάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφάζω
- θα σφάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφάζω