σφάλει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σφάλει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σφάλλω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφάλλω
- θα σφάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφάλλω