συσπουδάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συσπουδάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συσπουδάζω
- θα συσπουδάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συσπουδάζω