Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συσπειρώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συσπειρώνω
  2. θα συσπειρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συσπειρώνω