συσπαστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυσπαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συσπώμαι
- θα συσπαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συσπώμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συσπώμαι