συρρικνώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυρρικνώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συρρικνώνω
- θα συρρικνώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συρρικνώνω