Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συνωμοτήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνωμοτώ
  2. θα συνωμοτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνωμοτώ