συνωμοτήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνωμοτήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνωμοτώ
- θα συνωμοτήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνωμοτώ
συνωμοτήσετε