συντόμευσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντόμευσις (μαρτυρείται από το 1890) [1] < συντομεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντόμευσις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου