συνταξιοδοτηθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνταξιοδοτηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνταξιοδοτούμαι
- θα συνταξιοδοτηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνταξιοδοτούμαι