Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνταξίδεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συνταξίδεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συνταξιδεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συνταξιδεύω