συνταιριάξουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνταιριάξουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνταιριάζω
- θα συνταιριάξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνταιριάζω