συνταγολόγιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταγολόγιον (μαρτυρείται από το 1872) [1] < → και δείτε τη λέξη συνταγολόγιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνταγολόγιον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το συνταγολόγιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 963, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου