Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συνομολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνομολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνομολογώ
  3. θα συνομολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνομολογώ