Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συννεφιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συννεφιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συννεφιάζω
  3. θα συννεφιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συννεφιάζω