συνθετήριον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνθετήριον (μαρτυρείται από το 1886) [1] < → και δείτε τη λέξη συνθετήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνθετήριον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το συνθετήριο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 961, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου