συνηθίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνηθίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνηθίζω
- θα συνηθίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνηθίζω
συνηθίσετε