συνεκτιμήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνεκτιμήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνεκτιμώ
- θα συνεκτιμήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνεκτιμώ