συνειδητοποιήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνειδητοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνειδητοποιώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνειδητοποιώ
- θα συνειδητοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνειδητοποιώ