συνδειπνήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συνδειπνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνδειπνώ
- θα συνδειπνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνδειπνώ
συνδειπνήσεις