συναποθάνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυναποθάνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συναποθνήσκω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναποθνήσκω
- θα συναποθάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναποθνήσκω