Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συναναστραφώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναναστρέφομαι
  2. θα συναναστραφώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναναστρέφομαι