συνακροαστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνακροαστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνακροώμαι
- θα συνακροαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνακροώμαι
συνακροαστώ