Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συνακροαστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνακροώμαι
  2. θα συνακροαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνακροώμαι