συναδελφικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναδελφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συναδελφικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε συναδελφικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίασυναδελφικώς
Πηγές
επεξεργασία- συναδελφικώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- συναδελφικός (& -ῶς) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .