Ετυμολογία

επεξεργασία
συναδελφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συναδελφικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε συναδελφικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

συναδελφικώς